Thursday, September 18, 2008

3. η ιστορια της λουνας: φακιδες

μετρουσε της φακιδες του προσωπου της. τοσο κοντα. τοσο κοντα στη λεπτομερεια. χαρτογραφουσε το σωμα της. τι ηταν δικο του. τα σημαδια των σωματων. τοσο κοντα. παρακολουθουσε τα σχηματα, τα περιγραμματα που σχηματιζαν τις φακιδες της, σαν τις οχθες των ποταμων στη γη της, στο σωμα της.

ο νειλος, ο ζαμβεζης, ο μαρα

προσπαθουσε να σχηματισει αστερισμους. το τεραστιο παζλ πανω απο τις ζωες μας. το μαγικο παζλ του ουρανου στο δερμα της. πως να βαλεις ορια σ αυτο το συμπαν? πως να ψηλαφησεις ετη φωτος? πως να σταθεις μονος στην ακρη του κοσμου? ο υγινος ξενυχτα ανυσηχος. τυλιγεται τον μανδυα του. τα αστεροσκοπεια παγωνουν τις νυχτες. οι κορες των ματιων του διαστελλονται μπροστα σ αυτοσχεδια τηλεσκοπια. μεσα απο φακους κ κρυσταλλα προσπαθει να φτιαξει το προσωπο της σουχα με αστερια.

η μικρη αρκτος, η ταλιθα, η ανδρομεδα

φαινονται σαν νησια που ταξιδευεουν ακινητα. ειναι κρυμμενες μεσα τους οι φωνες των ανεμων του χειμωνα κ των παιδιων που τρεχουν στις παραλιες τους. οι γυναικες που θωπευουν τη θλιψη τους κοιταζοντας τη θαλασσα, τα παιδια που καπνιζουν ξαπλωμενα πανω στους υπνοσακους

η αμοργος, η υδρα, η αλοννησος

δεν εχω πολλα μυστικα να σου πω, εχω πεταξει το μπουκαλι με τις λεξεις στη θαλασσα, η ιστοριες ψαχνουν ενα νεο τελος, ταξιδευουν μεσα απο κυματα, κρυβονται μεσα σε σπηλιες με περιεργα πλασματα κ αντανακλασεις του φωτος στο νερο, οι αστεριες ξεκουραζονται ησυχα στο βυθο. τα θαυματα ομως συμβαινουν απροσμενα καθως μετρουσες τις φακιδες του προσωπου της. ψαχνοντας το θαυμα κοιταζεις ολο κ πιο κοντα στη λεπτομερεια. οι εξερευνητες φτανουν στην πηγη του νειλου. ο υγινος τριβει τα ματια του, μες στο τηλεσκοπιο του χορευει η σουχα, στα νησια αναβουν φωτιες στις παραλιες, τα παιδια χορευουν, τα σωματα τους αφηνονται. η λουνα σε κοιταζει με τις φακιδες της, με το χαμογελο της. συνεχισε να ψαχνεις.



Saturday, September 13, 2008

2. η ιστορια της λουνας: οδηγοι

τα πρωτα βηματα του χεμινγκγουει στο παρισι αφησαν τα ιδια ιχνη με τα βηματα του αρμστρονγκ στο φεγγαρι. καθε οδηγος μεσα απο το καλειδοσκοπιο της φαντασιας μου ειναι ενας εργατης στα εργοστασια του ονειρου. καθενας ειναι οδηγος μες στο ταξιδι του, ακολουθει τα βηματα των μεγαλων οδηγων κ τα πρωτα βηματα ειναι παντα σκληρα γλυκεια μου.

φανταζομαι τα πρωτα βηματα του μαρκ ητελεια σμιθ στη σκηνη, τον αρμστρονκγ να βαζει την στολη του διαστηματος, τον χεμινγκγουει να κυνηγα περιστερια, τον ζαν πωλ να προσπαθει να στραβωσει τ αριστερο του ματι, τον ιουλιο να μπαινει για πρωτη φορα σε βαρκα, o σελιν τραυματιζεται στο χερι.

ο οδηγος γελα δυνατα, φαινονται τα σαπια του δοντια, με τα λευκα του γαντια στριβει ενα τσιγαρο, βγαζει εναν ασημενιο αναπτηρα απο το στομα του, βαζει το τσιγαρο στα χειλη του, ο καπνος που γεμιζει το λεοφωρειο εχει τη μυρωδια απο καλοκαιρινα απογευματα. σε κοιταζει που σφιγγεις τα δοντια, θελεις να ξεσκισεις τον φοβο. τα πρωτα βηματα ειναι παντα σκληρα γλυκεια μου.

ο μαρκ ητελεια σμιθ τσακιζει μες στην παλαμη του ενα αδειο πακετο, αρχιζει να φτυνει τα λογια του, περιγραφει το ταξιδι σου, το ταξιδι στην ακρη της νυχτας, το ταξιδι στο κεντρο της γης. ο ζαν πωλ δε βλεπει την τυφλα του. ο χεμινγκγουει γλειφει τα κοκκαλακια κ ο αρμστρονγκ αιωρειται σε καθε του βημα ακροβατωντας πανω στις νοτες του μεϊτζορ τομ.

κ η λουνα εκτος απο οδηγος της ιστοριας, ειναι κ ενα κοριτσι. κ καθε κοριτσι ειναι κ ενας οδηγος που φευγει με την σφιγμενη καρδια της μητερας του, για να περπατησει στα ορια του κυκλου. να γινει γυναικα.





Tuesday, September 9, 2008

1. Η ιστορια της λουνας



Ο δεκεμβρης ηταν καλος μηνας. Τα ματια του χαρηκαν με το φως σου να τα περιτριγυριζει, να τα ψαχνει μες στο σκοταδι. Οι αισθησεις του δουλευαν σαν νεανικες αρθρωσεις μεσα στα νερα της ερυθρας θαλασσας και οι υποσχεσεις σου για το καλοκαιρι ηταν αρκετες για να κρατησουν μια ζωη. Μια ζωη ( θαυμα να το γραφεις, να προσπαθεις να την καταλαβεις να την κρατησεις, θαυμα, να μην τα καταφερνεις μονο σε θραυσματα μονο σε γραμματα ζ ω η μονο) Μια ζωη. Ο δεκεμβρης ηταν καλος μηνας.

Εσυ ξεκινουσες με ενα λεοφωρειο. Δεν ηξερες οτι θα τον συναντουσες. Στο μυαλο σου δεν υπηρχαν υποσχεσεις, μονο το καλοκαιρι. Δεν ηξερες τιποτα αλλο. Δεν ηθελες να ξερεις τιποτα αλλο. Σε ενα τετραδιο ειχες γραψει: ''τιποτα'', το εσβησες, το ξαναγραψες, εγραψες διπλα ''αλλο'', σηκωθηκες. Ο οδηγος σε κοιταξε, καταλαβε. Πηρε το χαρτι απο τα χερια σου. Φορουσε λευκα γαντια. Παραξενευτηκες. Εβγαλε ενα στυλο απο το στομα του. Συμπληρωσε: ''μονο αγαπη''. Πως σε λενε? Σου εγνεψε, με το κεφαλι, οπως καθε οδηγος. Λουνα.