Sunday, September 26, 2010

ακτημονες

με των χεριων του τις ρωγμες και του μετωπου του τις ρυτιδες σε πλησιαζει μεσα απο το φως ενος καλοκαιριου που δεν θα ξεχασει και δεν θα εξομολογηθει ποτε και σου φαινεται νεος σαν απο το παιχνιδι να ερχεται μισοκλεινεις τα ματια για να διακρινεις. με των χεριων του τις ρωγμες και του μετωπου του τις ρυτιδες κοντα σου σκυβει και σου μιλα για το ονειρο και σου μιλα για την αγαπη και σου μιλα για τα παιδια που γινονται αντρες και σου λεει πως αυτο το σπιτι το εχτισα για σενα. υστερα φευγουν τα πουλια οπως σε ενα μυθιστορημα παλιο και στις πλατειες της λισαβονας και τον ακους να σου μιλα και τον βλεπεις να φευγει και τον ακους του ονειρου τις λεξεις να μιλα για το πως κτιζονται τα σπιτια και τον βλεπεις να φευγει σε ενα δρομο που χανεται μεσα στου καλοκαιριου το φως και σε κατασκευες απο ξεραμενα κλαδια και δακρυα και μακρινες ελπιδες γεματες δρομους και πιστη και ερωτευμενα φιλια και αγαπη για τα σκοτεινα δαση και τις περιπετειες και το κυβισμο της μοτοσυκλετας και κατι στιχους παλιους ξεθωριασμενους και για την ελευθερια ετσι γενικα ως αισθημα ή ως θλιψη και πιο ειδικα οπως τοτε που εχτιζε σπιτια στις ερημους στις θαλασσες στις πολεις στα ονειρα στου ποτε τις κρυμμενες πλατειες στου παντοτε την πληγωμενη καρδια στου τιποτα τον ψευτικο χρυσο στις ακτες που τις χωριζουν οι θαλασσες των μεγαλων ταξιδιων στου ουρλιαχτου τα λογια και στους ψιθυρους των εραστων σε οσους εζησαν της εμπιστοσυνης το δεσιμο με εναν αλλο και εδωσαν το χερι ή του μυστικου τους το καλοζυγισμενο βαρος. ετσι σου μιλα για να μην σου κοβονται τα ποδια οταν προκειται να ζησεις ή της αποφασης να τα πεταξεις ολα οταν ερθει η στιγμη να παρεις. ετσι σου μιλα πως η καλοσυνη δεν ειναι φοβος οταν το φοβο μαθεις να κοιτας στα ματια και πως η μονη πιστη ειναι η αγαπη. .