Friday, July 30, 2010

εκεινο το βραδυ ανεβαινε η θαλασσα μεχρι τα γαλαζια σου ματια

εκεινο το βραδυ ανεβαινε η θαλασσα μεχρι τα γαλαζια σου ματια. θα σε αγαπα σαν δελφινι, η μοιρασμενη σου σκεψη αναμεσα σε μια πατριδα απο σπασμενα ποιηματα και μια γευση αλμυρη ενος φιλιου χαμενου. τις μεγαλες τρικυμιες αναμεσα στα ποδια της αναζητας πατωντας μαλακα πανω στην αμμο να μην αφησεις ιχνη. απο το βαθος προς την επιφανεια και απο τον ουρανο μεχρι τους κρατηρες των ηφαιστειων οι σπασμενοι χαρταετοι ειναι ακομα δεμενοι με τα ιδια νηματα, οσο προσπαθεις να τα ξεμπλεξεις τοσο περισσοτερο τυλιγεσαι απο μια ζεστη ενος κορμιου που μες στους αιωνες πολεμα να νικησει το βαθυ σκοταδι ματαια. οσο δεν τα καταφερνει τοσο περισσοτερο αγαπα τις εκκρισεις/αισθησεις που του αφηνει στα χερια το σπασιμο των στημονων των λουλουδιων,το τεντωμενο νημα ενος χαρταετου που ταλαντευεται στον αερα,το γαληνιο νερο μεσα στη μεση της θαλασσας, τα λαγονια κ οι γωνιες των χειλιων σου, επουλομενες πληγες απο παιδικες περιπετειες. και ο χρονος εχει χαλασει το νημα γυρω απο τον καρπο σου, το πετας σε σκοτεινο πηγαδι και μεχρι να συναντησει το νερο, ολα αυτα που εζησες και δεν μπορεσες να πεις γινονται ξανα απο την αρχη τους, τυλιγμενα με τον ομφαλιο λωρο. χωρις να ξερεις των πηγαδιων το βαθος, αρνεισαι να μετρας το χρονο με μηχανισμους απο γραναζια και κινησαι μεσα στα ονειρα της νυχτας σαν αρπακτικο και σαν αγγελος. η πολη θα ζησει για παντα. τα παιδια που κατεβαινουν στο λιμανι κοιταζουν στα ματια και καποτε γελουν μεταξυ τους.